- ὀνόπορδον
- ὀνόπορδονpellitoryneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγκινάρα — Φυτό ποώδες, πολυετές, της οικογένειας των συνθέτων, της ομοταξίας των δικοτυλήδονων, με βλαστό όρθιο, ισχυρό, κάπως πολυγωνικό, ύψους από 40 εκ. έως λίγο περισσότερο από ένα μέτρο. Η επιστημονική ονομασία της α. είναι κινάραησκόλυμνος. Έχει… … Dictionary of Greek
ονόπορδο(ν) — το (Α ὀνόπορδον) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια τών συνθέτων, με 40 περίπου είδη, από τα οποία 10 είδη είναι αυτοφυή στην Ελλάδα, γνωστά σήμερα με τις κοινές… … Dictionary of Greek
όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… … Dictionary of Greek